Ο Γενικός Ελεγκτής ακολουθούσε μια φιλελεύθερη προσέγγιση στον έλεγχο των δημόσιων οικονομικών, εφόσον ήταν επιφορτισμένος με τον έλεγχο της δημοσιονομικής και λογιστικής διαχείρισης των δημόσιων πόρων του ίδιου του αστικού κράτους.
Προχώρησε ωστόσο κατά καιρούς σε καταγγελίες ή στην αποκάλυψη διαφόρων σκανδάλων που άπτονται ζητημάτων κατάχρησης εξουσίας και διαφθοράς, με προεκτάσεις στα ανώτατα δώματα της εξουσίας και δεν δίστασε να συγκρουστεί με κάποιους από τους εκπροσώπους της.
Οι καταγγελίες του ΓΕ ουδέποτε άγγιξαν τις βαθύτερες αιτίες που γεννούν την διαφθορά ή θα μπορούσαν να δημιουργήσουν σοβαρά ρήγματα στην εξουσία του κεφαλαίου και όμως η δράση του δεν ήταν αποδεκτή. «Πέρασε τη γραμμή (crossed the line)», όπως ανέφερε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ενεργώντας ως Συμβούλιο στην απόφαση του, και γι’ αυτό και θα έπρεπε να απομακρυνθεί από το ίδιο το κράτος το οποίο τον είχε διορίσει, υπηρετούσε και ουδέποτε αμφισβήτησε την εξουσία του. Η απόφαση, στην οποία ασκείται σφοδρότατη κριτική και στη συμπεριφορά, στο ύφος, στη γλώσσα του ΓΕ, δημιουργεί σοβαρό προηγούμενο μεταξύ των κρατικών λειτουργών, δημοσίων υπαλλήλων και όχι μόνο και στέλνει το μήνυμα ότι η άσκηση κριτικής με οποιοδήποτε τρόπο ή οποιαδήποτε ψήγματα αντίδρασης δεν γίνονται ανεκτά και ελέγχονται με τον πλέον απόλυτο τρόπο.
Aπό την τροπή, ωστόσο, που λαμβάνει η υπόθεση του ΓΕ, μπορεί ο λαός να αντλήσει ορισμένα συμπεράσματα. Η ανάδειξη θεμάτων κατάχρησης εξουσίας και διαφθοράς από τον ΓΕ, τα οποία θεωρούνται παράνομα στην αστική δημοκρατία, ωχριούν μπροστά στην επίθεση του αστικού κράτους με “νόμιμα” μέσα απέναντι στο λαό. Τέτοια νόμιμα μέσα είναι οι φοροαπαλλαγές για το μεγάλο κεφάλαιο, η φοροληστεία των εργαζομένων, η ένταση των εκποιήσεων ή άλλα μέτρα της αντιλαϊκής οικονομικής κυβερνητικής πολιτικής, την εφαρμογή των οποίων ελέγχουν οι θεσμοί του κράτους, συμπεριλαμβανομένου του Γενικού Ελεγκτή.
Όλες οι λειτουργίες και θεσμοί του αστικού κράτους νομοθετικές, εκτελεστικές, οικονομικές, νομικές, δικαστικές, κατασταλτικές, διαπλέκονται και υπηρετούν ενιαία τα στρατηγικά συμφέροντα της αστικής τάξης. Δεν μπορεί ένας θεσμός να αυτονομηθεί σε αυτά τα πλαίσια και να καταφέρει να προκαλέσει σοβαρά ρήγματα στην εξουσία του κεφαλαίου. Γι’ αυτό και η συζήτηση που εξελίσσεται γύρω από τα θέματα της διαφθοράς δεν αγγίζει ερωτήματα σε σχέση με το ποιός διαφθείρει τους πολιτειακούς αξιωματούχους ή αστούς πολιτικούς και για ποιό σκοπό. Δηλαδή δεν εξετάζονται οι αιτίες της διαφθοράς και της διαπλοκής, συμπτώματα της ίδιας της λειτουργίας του εκμεταλλευτικού συστήματος του καπιταλισμού.
Η προσωποποίηση του “πολέμιου της διαφθοράς” στο πρόσωπο του “όποιου” Οδυσσέα, αναζητώντας δηλαδή “σωτήρες” εντός αστικών θεσμών, καλλιεργεί επικίνδυνες αυταπάτες στον λαό. Ότι δηλαδή, μέσω ενός θεσμού του αστικού κράτους μπορεί να επελθει σπάσιμο της διαπλοκής και κάθαρση της κοινωνίας. Καταδικάζουμε λοιπόν εκείνα τα κόμματα που με τη στάση τους μετατοπίζουν τεχνηέντως τη συζήτηση από την ουσία της και προσπαθούν να αντλήσουν όφελος από τη δημοφιλία του ΓΕ.
Όπως αναφέρει το ίδιο το Δικαστήριο στην απόφαση του: «Τα πρόσωπα έρχονται και παρέρχονται. Οι θεσμοί όμως, το κράτος δικαίου και ο νομικός πολιτισμός, είναι αξίες διαχρονικές.».
Οι «θεσμοί», το «κράτος δικαίου» και ο «νομικός πολιτισμός» τους είναι γι’ αυτούς αδιαπραγμάτευτος. Αδιαπραγμάτευτη είναι και για μας η πάλη για το ξερίζωμα από τη ρίζα των αιτιών που γεννούν τα φαινόμενα της διαπλοκής και της διαφθοράς, η ανειρήνευτη πάλη με το κεφάλαιο και τους θεσμούς του.