Για την 8η του Μάρτη και την πραγματική απελευθέρωση της γυναίκας

Η 8η του Μάρτη έχει καθιερωθεί ως η ημέρα της γυναίκας λόγω μιας ιστορικής στιγμής του παγκόσμιου εργατικού κινήματος, της απεργίας των εργατριών στα ραφτάδικα της Νέας Υόρκης το 1857, όταν οι εργάτριες ζητούσαν μείωση του εργάσιμου χρόνου τους από 16 σε 10 ώρες, εξίσωση των μισθών τους με τους άντρες και υγιεινές συνθήκες εργασίας.

Η 8η του Μάρτη λοιπόν είναι ταυτισμένη με την χειραφέτηση της γυναίκας με όρους μισθωτής εργασίας.

Το γυναικείο ζήτημα το οποίο εκφράζεται ως η διαπλοκή της φυλετικής και ταξικής ανισότητας είναι ένα σύνθετο ιστορικό, κοινωνικό, πολιτικό, φιλοσοφικό και πολιτιστικό φαινόμενο το οποίο σε διαφορετικές φάσεις της κοινωνικές εξέλιξης, εξελίσσεται και λαμβάνει διαφορετικές μορφές, χωρίς ωστόσο να αλλάζει η ουσία του. Όταν μιλάμε γι’ αυτό αναφερόμαστε κυρίως στις γυναίκες της εργατικής τάξης, τις γυναίκες των εργατικών-λαϊκών οικογενειών, στις αυτοαπασχολούμενες οι οποίες ανήκουν στα φτωχά ή κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Σε αυτές τις κατηγορίες είναι οξυμένο το φαινόμενο της γυναικείας ανισότητας σε σχέση με τους άντρες, χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι δεν έχει καταργηθεί πλήρως η ανισοτιμία και στις γυναίκες της αστικής τάξης ή των ανώτερων μεσαίων στρωμάτων.

Αναπόφευκτα για να αντιληφθούμε την ουσία του γυναικείου ζητήματος πρέπει να ανατρέξουμε στις ρίζες του, οι οποίες πρέπει να αναζητηθούν προκαπιταλιστικά, στη φάση εκείνης της κοινωνικής εξέλιξης όπου αντικαθίσταται το πρωτόγονο αταξικό κοινοτικό σύστημα με το πρώτο ταξικό εκμεταλλευτικό σύστημα, το δουλοκτητικό, και να θυμηθούμε βασικά συμπεράσματα που είχαν γίνει από τους θεωρητικούς του μαρξισμού-λενινισμού. Ο Ένγκελς στο έργο του Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, εξετάζοντας το ζήτημα υπό το πρίσμα της υλιστικής διαλεκτικής μεθοδολογίας, αναδεικνύει για πρώτη φορά την ουσία του γυναικείου ζητήματος. Εξηγεί πώς το πατριαρχικό μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας με βάση το οποίο ο άντρας ως πατέρας ή σύζυγος επιβάλλει την οικονομική, κοινωνική και ιδεολογική κυριαρχία του πάνω στη γυναίκα δημιουργείται στα πλαίσια του ταξικού δουλοκτητικού συστήματος. Εξηγεί ότι η μητριαρχία δεν είναι το αντίστροφο της πατριαρχίας και ότι σε αντίθεση με το πατριαρχικό μοντέλο, το μητριαρχικό πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης συναντάται στο πρωτόγονο αταξικό κοινοτικό σύστημα, όπου η υπεροχή της γυναίκας, συνδέεται με τον ειδικό της ρόλο στην αναπαραγωγή, ενώ ουδέποτε μεταφράζεται σε κυριαρχία επί του άντρα.

Περαιτέρω ο φυσικός καταμερισμός της εργασίας μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας στο πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα, όπου για παράδειγμα βλέπουμε την γυναίκα λόγω εγκυμοσύνης και τοκετού να καταπιάνεται με εργασίες που δεν απαιτούν μεγάλη φυσική προσπάθεια και μετακίνηση (εργασίες στο κοινοβιακο σπίτι, εξημέρωση ζώων, συλλογή καρπών, φύλαξη αγαθών κτλ) και τον άντρα να ασχολείται με την κατασκευή κυνηγετικών όπλων, το κυνήγι, τη βοσκή και τις πολεμικές επιχειρήσεις, δεν δημιουργεί ανισοτιμία και σχέσεις εξάρτησης και εκμετάλλευσης. Ο συνδυασμός των εργασιών των δύο φύλων εξασφάλιζε την αυτοσυντήρηση και ανάπτυξη του γένους ενώ η έλλειψη ιδιωτικής ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και η μη συσσώρευση πλούτου δεν ευνοούσε την ανάπτυξη σχέσεων εξάρτησης και εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.

Όσο όμως εξελίσσεται η πρωτόγονη κοινωνία, καθίσταται πιο έντονη η επίδραση που είχε η πλεονεκτική θέση του άνδρα στην παραγωγή, στην μετέπειτα κυριαρχία του επί της γυναίκας. Οι ανδρικές δραστηριότητες που σχετίζονται κυρίως με την κτηνοτροφία και την αγροτοκαλλιέργεια μακριά από το κοινοβιακό σπίτι μεγαλώνουν σε σύγκριση με τις γυναικείες δραστηριότητες. Στον ανδρικό τομέα παράγεται πλούτος που συσσωρεύεται δημιουργώντας ατομική ιδιοκτησία τόσο στα αγαθά αλλά και στα μέσα παραγωγής. Είναι σε αυτό το στάδιο που το κυνήγι του κέρδους γίνεται πλέον η κινητήρια δύναμη της οικονομίας. Η εμφάνιση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και η δημιουργία των τάξεων, σε συνδυασμό, όπως επισημαίνει η Αλεξάνδρα Κολοντάι, με την επιτάχυνση και την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποκοπής της γυναίκας από την κοινωνική παραγωγή, οδήγησε στην πλήρη εξάρτηση και υποταγή της γυναίκας στον άνδρα. Η πρώτη, κατώτερης μορφής διαίρεση της κοινωνίας σε δουλοκτήτες(το μικρό μέρος εκείνων των ανδρών που κατάφερε να ιδιοποιηθεί τα μέσα παραγωγής και το πλεόνασμα του πλούτου) και δούλους έφερε γενικά την υποταγή του γυναικείου φύλου στο αντρικό, πρώτα για τις γυναίκες των δουλοκτητών, εφόσον η παντελής έλλειψη δικαιωμάτων για τους δούλους αφορούσε και τους άντρες δούλους.

Το κορυφαίο λοιπόν ζήτημα που ανέδειξε η μαρξιστική θεωρία είναι ότι η γυναικεία ανισοτιμία είναι συνυφασμένη με την ταξική διαφοροποίηση της κοινωνίας μέσω της εμφάνισης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και άμεσα συνδεδεμένη με το είδος και το βαθμό συμμετοχής της γυναίκας στην παραγωγική διαδικασία, ήτοι το είδος της εργασίας που προσφέρει σε κάθε φάση εξέλιξης ενός συγκεκριμένου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος.

Η καταπίεση της γυναίκας συνεχίζεται στη φεουδαρχία και τον καπιταλισμό με διαφορετικές μορφές. Ωστόσο στον καπιταλισμού εμφανίζεται μια εξέλιξη τεράστιας σημασίας για το γυναικείο ζήτημα. Πρόκειται για την διαδικασία επανένταξης της γυναίκας στην παραγωγική διαδικασία. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας, ειδικότερα των μηχανών, καθιστά δυνατή τη χρησιμοποίηση των γυναικών αλλά και των παιδιών, αρχικά στις εργασίες που ήταν πιο στενά συνδεδεμένες με το νοικοκυριό όπως για παράδειγμα την ύφανση. Οι γυναίκες, λόγω της μειονεκτικής κοινωνικής θέσης τους, τυγχάνουν έντονης εκμετάλλευσης σε σύγκριση με τους άντρες, εφόσον είναι πηγή πρόσθετου κέρδους, ενώ αντιμετωπίζονται από τους τελευταίους, όπως εξηγεί ο Ο.Φόστερ στο Ιστορία του Παγκόσμιου Συνδικαλιστικού Κινήματος, με καχυποψία και ως απειλή στα δικά τους συμφέροντα.

Σήμερα, η μορφή της διπλής καταπίεσης της γυναίκας, τάξης και φύλου, δεν ταυτίζεται με εκείνη των αρχών ή ακόμα και των μέσων του 20ου αιώνα, όπου η ανισοτιμία ήταν σε πολλές περιπτώσεις θεσμοθετημένη. Αν και ακόμα και σήμερα, παρατηρούνται ακραία φαινόμενα απόλυτου εξευτελισμού και καταπάτησης κάθε ανθρώπινου δικαιώματος της γυναίκας που μπορεί να φτάνει μέχρι και την αφαίρεση της ζωής της. Μεταξύ άλλων, αναφερόμαστε στις γυναικοκτονίες οι οποιες έχουν ανοδική πορεία με στοιχεία μιμητισμού, στην ακραία φτώχεια των μονογονεϊκών οικογενειών, στις γυναίκες θύματα του θρησκευτικού εξτρεμισμού που πωλούνται σαν σκλάβες, υπομένουν αναγκαστικούς γάμους, όντας ακόμα και ανήλικες, ξυλοδαρμούς και βιασμούς, που πετροβολούνται μέχρι θανάτου για θέματα ηθικής. Βλέπουμε περαιτέρω, σε ορισμένες κοινωνίες να διατηρείται η πρακτική του ακρωτηριασμού των γεννητικών οργάνων κοριστιών τα οποία ζουν την υπόλοιπη ζωή τους με φρικτούς πόνους. Μια τακτική που εφαρμόζεται ακόμη και σε Ευρωπαϊκές χώρες, με την ανοχή όλων. Και υπάρχουν περαιτέρω γυναίκες μετανάστριες χωρίς «χαρτιά», και θύματα trafficking, που υπομένουν εργασιακή εκμετάλλευση, βιασμούς και εξώθηση σε πορνεία εφόσον δεν παρέχεται καμία προστασία και ο κίνδυνος απέλασης τους είναι βέβαιος.

Ωστόσο σήμερα, στις λεγόμενες αναπτυγμένες χώρες, η γυναικεία ανισοτιμία παίρνει σύγχρονες μορφές και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν είναι εύκολος ο εντοπισμός της. Έχει εξαλειφθεί για παράδειγμα, σε μεγάλο βαθμό, ο αναλφαβητισμός, η έλλειψη ειδίκευσης, η έλλειψη βασικών ανθρωπίνων ή πολιτικών δικαιωμάτων. Η γυναίκα εντάσσεται πλέον στην κοινωνική παραγωγή με υψηλό βαθμό εξειδίκευσης και κατοχυρωμένη την τυπική ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών και απολαμβάνει μιας σχετικής οικονομικής αλλά και κοινωνικής ανεξαρτησίας από τον άντρα.

Παρά την κατοχύρωση της τυπικής ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, η ανισότιμη θέση της γυναίκας στις συνθήκες της καπιταλιστικής κοινωνίας δεν έχει καταργηθεί.

Πανευρωπαϊκά, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η αμοιβή των γυναικών σε σχέση με τους άντρες παραμένει χαμηλότερη ως αποτέλεσμα των λιγότερων ωρών απασχόλησης τους, της αυξημένης απασχόλησης των γυναικών σε κλάδους με χαμηλότερη εξειδίκευση ή χαμηλότερες αμοιβές, της αυξημένης συμμετοχής τους σε ευέλικτές μορφές απασχόλησης αλλά και λόγω του επηρεασμού τους από μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας. Στο κοινωνικό επίπεδο η γυναίκα σήμερα, πέρα από τις αυξημένες επαγγελματικές της υποχρεώσεις συνεχίζει ταυτόχρονα να καταπιάνεται, αφού δεν υπάρχουν δομές στήριξης, με την ατομική φροντίδα και ευθύνη του νοικοκυριού, των παιδιών ή των ηλικιωμένων μελών της οικογένειας.

Οι αυξημένες ευθύνες των γυναικών, σε συνδυασμό με τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις, τους αφαιρούν πολύτιμο ελεύθερο και δημιουργικό χρόνο, δημιουργούν αυξημένη κούραση και την απομακρύνουν από την ενασχόληση με θέματα που δεν σχετίζονται άμεσα με τα ζητήματα της καθημερινής επιβίωσης της ίδιας και της οικογένειας της, όπως με τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, την κοινωνική συμμετοχή και δράση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η γυναίκα της εργατικής τάξης να προσηλώνεται στα ζητήματα της καθημερινότητας της, να εγκλωβίζεται, να απογοητεύεται, να οδηγείται στην ηττοπάθεια και δυστυχώς σε ορισμένες περιπτώσεις στην εσωτερίκευση της ανισοτιμίας.

Αξίζει περαιτέρω να αναφέρουμε ότι oι στρατηγικές κατευθύνσεις της ΕΕ για τις γυναίκες και συγκεκριμένα οι στόχοι για αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην απασχόληση σε ευρωπαϊκό επίπεδο και της εξασφάλισης ίσως αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών, σε βάθος χρόνου, ντύνονται με τον μανδύα του προοδευτισμού και συσκοτίζουν τις ευρύτερες επιδιώξεις των μονοπωλίων.

Η ΕΕ και οι αστικές κυβερνήσεις θέτουν ως στόχο την αύξηση του ποσοστού απασχόληση στο 78% συνολικά για άντρες και γυναίκες για τις ηλικίες από 20 εως 64 ετών μέχρι και το 2030. Το 2022 αυτό το ποσοστό στο επίπεδο της ΕΕ ανερχόταν στο 74.5% κατά μέσο όρο. Το ποσοστό απασχόλησης των αντρών ανερχόταν στο 80% ενώ το ποσοστό των γυναικών στο 69.3%. Εννέα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρο παρουσίαζαν μεγαλύτερη ψαλίδα μεταξύ των ποσοστών απασχόλησης ανδρών και γυναικών. Οι στόχοι για αύξηση των ποσοστών απασχόλησης και ειδικότερα στις γυναίκες καταδεικνύει το συμφέρον των μονοπωλίων στην αύξηση του εργατικού δυναμικού από τον ενεργά γυναικείο πληθυσμό θεωρώντας την αναγκαία για την βελτίωση της κερδοφορίας των Ευρωπαϊκών μονοπωλίων. Αυτές οι στρατηγικές αποτυπώνουν το γεγονός ότι η μισθωτή εργατική δύναμη είναι πηγή υπεραξίας, δηλαδή κέρδους και οι υφιστάμενες διακρίσεις και ανισοτιμίες εις βάρος των γυναικών αιτία μεγαλύτερης εκμετάλλευσης, μεγαλύτερου κέρδους.

Με αυτές τις κατευθύνσεις προωθούνται σειρά αλλαγών στο δίκαιο για την προώθηση της γυναικείας μισθωτής απασχόλησης αλλά και τη διαχείριση των συνεπειών της επέκτασης της μισθωτής εργασίας. Προωθούνται μέτρα με πρόσχημα τη συμφιλίωση της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής όπως είναι για παράδειγμα η ρύθμιση της τηλεργασίας. Στην Κύπρο για πρώτη φορά ρυθμίζεται η τηλεργασία με τον περί του πλαισίου ρύθμισης της τηλεργασίας νόμο του 2023, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ μόλις τον Δεκέμβριο του 2023. Άλλες πρόσφατες νομοθετικές αλλαγές στον τόπο μας αφορούν για παράδειγμα την κατοχύρωση της άδειας πατρότητας, την επέκταση της άδειας μητρότητας με επιδόματα που δεν αγγίζουν βέβαια το 100% του ύψους του μισθού και την κατοχύρωση της γονικής άδειας με λήψη επιδόματος, ενώ προηγουμένως δινόταν χωρίς αμοιβή.

Στην πραγματικότητα τέτοιες αλλαγές αντιμετωπίζουν την εργασία σε αντιπαράθεση με την μητρότητα και δεν συμφιλιώνουν την εργασία με την οικογενειακή ζωή, ενώ δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν την ανάγκη για ολόπλευρη χειραφέτηση της γυναίκας.

  • Ως ΚΠΚ στεκόμαστε απέναντι από κάθε μορφή εκμετάλλευσης και ανισοτιμίας που επιβάλεται στις γυναίκες και θα παλεύουμε για επίλυση των πολλαπλών ανισοτήτων που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι γυναίκες. Θεωρούμε ότι στις σημερινές συνθήκες επιστημονικής και τεχνολογικής ανάπτυξης και τεράστιας αύξησης της παραγωγικότητας υπάρχουν οι αντικειμενικές δυνατότητες ικανοποίησης των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών των γυναικών, όπως βεβαίως και των ανδρών.
  • Ως ΚΠΚ παλεύουμε για την συμμετοχή των γυναικών στην κοινωνική εργασία, για την εξασφάλιση σταθερής δουλειάς με αυξημένες απολαβές, για μείωση του εργάσιμου χρόνου και αύξηση του δημιουργικά ελεύθερου χρόνου και λήψη ουσιαστικών μέτρων για την προστασία της μητρότητας και του γυναικείου οργανισμού. Απαιτούμε την παροχή αποτελεσματικής προστασίας, την εξασφάλιση στέγασης, την ανάπτυξη κρατικών και δωρεάν κοινωνικών υπηρεσιών για την υγεία, την παιδεία, τον αθλητισμό και τον πολιτισμό. Αυτές είναι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την εξασφάλιση της ολόπλευρης κοινωνικής ανάπτυξης της γυναίκας.

Ανάχωμα σε αυτές τις επιδιώξεις στέκεται το καπιταλιστικό σύστημα, η οργάνωση της παραγωγής με μοναδικό κίνητρο το καπιταλιστικό κέρδος που διαιωνίζει τις ανισότητες. Για να εκλείψει εντελώς το γυναικείο ζήτημα προϋπόθεση είναι η ανατροπή του, γι’ αυτό και ο αγώνας των γυναικών μαζί με τους άντρες πρέπει να ταυτίζεται και να εντάσσεται στον αγώνα για κοινωνική ισότητα, για λαϊκή εξουσία, για τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό.

Οι γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων, της εργατικής τάξης, οι σπουδάστριες-φοιτήτριες, οι μετανάστριες, οφείλουν να συνειδητοποιήσουν τη δύναμή τους, να ενταχθούν στο εργατικό και λαϊκό κίνημα, στο γυναικείο κίνημα, στις γραμμές της ΚΠΚ και να παλέψουν προς αυτή την κατεύθυνση.

Εικόνα: Αλφόνς Εκτόρ Κολόμπ «Μολόχ», «Τα οδοφράγματα της Λευκής Πλατείας υπερασπιζόμενα από γυναίκες κατά τη διάρκεια της “Ματωμένης Βδομάδας”», έγχρωμη λιθογραφία, Μάης 1871